ψωλός

ψωλός
-ή, -όν, Α
αυτός τού οποίου το πέος είναι σε στύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. ψη- τού ψήω* / ψῆν «τρίβω», με επίθημα -λός (πρβλ. τραυ-λός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψωλός — with the prepuce drawn back masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωλοί — ψωλός with the prepuce drawn back masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψωλόν — ψωλός with the prepuce drawn back masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποψωλώ — ἀποψωλῶ ( έω) (Α) [ψωλός] 1. γυμνώνω τη βάλανο του ανδρικού οργάνου 2. (μτχ.) ἀπεψωλημένος ασελγής, ακόλαστος …   Dictionary of Greek

  • ψωλή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψωλά Α το πέος σε στύση νεοελλ. (γενικά) το πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού αρχ. επιθ. ψωλός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”